Σενεγαλέζος

Σενεγαλέζος
ο, θηλ. Σενεγαλέζα, Ν
1. ο κάτοικος τής Σενεγάλης
2. αυτός που κατάγεται από την Σενεγάλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σενεγάλη + κατάλ. -έζος (πρβλ. κιν-έζος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σενγκόρ, Λεοπόλντ - Σεντάρ — (Senghor). Σενεγαλέζος ποιητής και πολιτικός (Ζοάλ 1906). Σπούδασε στο Παρίσι και ήταν ο πρώτος Αφρικανός που δίδαξε σε πανεπιστήμιο. Γνωστός εκπρόσωπος του αντιαποικιακού κινήματος, ο Σ., άλλοτε βουλευτής στη Γαλλική Συνέλευση, είναι από το 1960 …   Dictionary of Greek

  • σενεγαλέζικος — η, ο, Ν [Σενεγαλέζος] σενεγαλικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”